-
1 δειδω
(fut. δείσομαι; aor. ἔδεισα - эп. ἔδδεισα и δεῖσα; преимущ. pf.-praes. δέδοικα и δέδια, ppf.- impf. ἐδεδοίκειν и ἐδεδίειν)1) бояться, страшиться, пугаться, опасаться(τινά и τι Thuc., Arph., Dem., Arst., Plut., περί τινι Hom., ἀμφί τινι Aesch., περί τινος Xen., Eur. и ὑπέρ τινος Thuc.)
ταῦτα τοὺς Ἀθηναίους ἡγούμενοι, ἅπερ ἔδεισαν, φοβεῖσθαι Thuc. — полагая, что афиняне испытывают страх перед тем, чего они (и в самом деле) боялись;δείσαντες ἐκ τῶν ὕπνων Polyb. — в испуге проснувшись;θανεῖν σε δείσας Eur. — боясь твоей смерти;δέδοιχ΄ ὅπως μέ ἀναρρήξῃ κακά Soph. — боюсь, как бы не стряслись беды;δέδοικα μέ οὐκ ἔχω ἐγὼ τοσαύτην σοφίαν, ὥστε … Xen. — боюсь, что у меня не хватит умения, чтобы …;δεδιως μέ κακόνους δόξειεν Thuc. — боясь показаться недоброжелателем2) благоговейно чтить, почитать(θεούς, σημάντορας Hom.; γονέας Plat.)
-
2 εκδιωκω
выгонять, изгонять(τινὰ ἐκ τοῦ τόπου Arst.; τινὰ τῆς οἰκίας Luc.; ὅ δῆμος ἐξεδίωξε τοὺς δυνατούς Thuc.)
ἐ. ἐκ τῶν ὕπνων Plut. — лишать сна -
3 συνεχες
Iτό1) непрерывность Arst.τῶν ὕπνων τὸ μέ σ. Plut. — прерывистый сон
2) связность (sc. τοῦ βιβλίου Plut.)3) постоянная связь, непрерывное общение(τοῦ δήμου Plut.)
4) плотность, густота(τὸ πυκνὸν καὴ σ. Plut.)
5) упорство(τῆς ἁμίλλης Thuc.)
6) смежностьὁ κατὰ τὸ σ. Polyb. — непосредственно прилегающий
II
См. также в других словарях:
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek